22 Οκτωβρίου 2016

Γαμέμνου


Συναντιούντι δυό γνουστές γναίκις στου Γριβινό κι κινούν τν κουβέντα.



- Τί πιδί έχ΄ ου Κώτσιους, Βασίλου-μ';



- Σιρκό.



- Του βάφτσιτι ή ακόμα;



- Του βάφτσαμι ιπρουχτέ, τν Κυριακή.


- Κι πώς τούπιτι, Βασίλου-μ';

- Α, τ' όνουμα δέ λέιτι...



- Τί «δέ λέιτι»;

- Σι λέου «δέ λέιτι»!

- Πώς τούπιτι, μώρ', θα μι σκάσς;

- Σι σκάσου-δέ σι σκάσου, «δέ λέιτι» σι λέου!

- Τί, μα: Πανάιου τούπιτι;

- Αμ, τί Πανάιου μι λές, μα: αφού σ' είπα «είνι σιρκό»! Να τούπαμι Γαμέμνου* [Αγαμέμνων]! Του φχαριστήθκις τώρα; Μ' έσκσις του κιουφάλ', μα!...





*Το Γαμέμνου παραπέμπει στο γαμώ (πιθανώς και στη μετοχή γαμημένο), αλλα ενδεχομένως και στο μνί.












[Απο τη σελίδα «Ο Ζαλοβίτης», του Χρ. Ζτάλιου]