Συναντιούντι δυό γνουστές γναίκις στου Γριβινό κι κινούν τν κουβέντα.
- Τί πιδί έχ΄ ου Κώτσιους, Βασίλου-μ';
- Σιρκό.
- Του βάφτσιτι ή ακόμα;
- Του βάφτσαμι ιπρουχτέ, τν Κυριακή.
- Κι πώς τούπιτι, Βασίλου-μ';
- Α, τ' όνουμα δέ λέιτι...
- Τί «δέ λέιτι»;
- Σι λέου «δέ λέιτι»!
- Πώς τούπιτι, μώρ', θα μι σκάσς;
- Σι σκάσου-δέ σι σκάσου, «δέ λέιτι» σι λέου!
- Τί, μα: Πανάιου τούπιτι;
- Αμ, τί Πανάιου μι λές, μα: αφού σ' είπα «είνι σιρκό»! Να τούπαμι Γαμέμνου* [Αγαμέμνων]! Του φχαριστήθκις τώρα; Μ' έσκσις του κιουφάλ', μα!...
*Το Γαμέμνου παραπέμπει στο γαμώ (πιθανώς και στη μετοχή γαμημένο), αλλα ενδεχομένως και στο μνί.
[Απο τη σελίδα «Ο Ζαλοβίτης», του Χρ. Ζτάλιου]