Δικαετία του '70 σ' ένα χουργιό απ' τα Γριβινά. Σν πλατεία απ' του χουργιό μαζώθκαν οι μάνις να ξιπρουβουδίσν τα πιδγιά που θα πααίν[ν] στου Γριβινό για του γυμνάσιου, μιτά απ' τς γιουρτές τς πασκαλιάς.
Μπρουστά στα πουδάργια απ' τα πιδγιά είνι κτχιά, τρουβάδις κι κλειδουπίνακα γιουμάτα φαγουλάτα.
Ξαφνικά ακούιτι βαζούρα κι φαίνιτι του λιουφουρείου να έρχιτι απου πέρα απ' τ' άλλου του χουργιό που είχι πάει να φουρτώσ' αρχύτιρα.
Μόλις του γλέπν οι μάνις κινούν να φλούν τα πιδγιά κι να τα λέν να προσέχν που θα πάιναν στου Γριβινό για να συνεχίσν του γυμνάσιου:
Του νού-σ' στα γράμματα! κι Νάχτι τα μάτχια-σας τέσσιρα! κ.τ.λ.
Φτάν' του λιουφουρείου κι σταματάει σν πλατεία, κατιβαίν' ου εισπράκτουρας κι φουνάζ':
Μή φλιέστι ντίπ! Είμιστι τίγκα!