Η Σκΐρκα έχ΄ πουλλά καζάνια: κάθι πέντι μι δέκα σπίτια είνι κι απου ένα· λίγου μακρύτιρα απ’ του κάθι σπίτ΄ -πότι σι κάνα υπόστιγου στουν μπαχτσέ, πότι σι καμιά παλιά αχιρώνα (χουρίς πράγματα άλλα μέσα)- είνι στημένα κι καρτιρούν κάθι χρόνου οι νοικουκυραίοι ναρθούν οι μέρις για να τ’ ανάψν.
Άμα δώσ΄ κι σουθεί ου τρύγους, οι καζαντζήδις παίρν’ν έναν μάστιουρα ειδικόν (να ξέρ΄ απου καζάνια): να φκιάσ΄ απ’ ‘ν αρχή ‘ν παρσχιά, να τιριάσ΄ του ιτζιάκ΄, να φκιάσ΄ τουν μπάγκου, να ξανασύρ΄ τα κιραμίδια κι οι γυναίκις ν’ αλείψν μι ασβέστ΄ ουόλου του μέρους, νάνι καθαρό.
Τα καζάνια είνι μπακαρέινα κι απου νουρίτιρα οι νοικουκυραίοι, άμα βρούν κάνα κουσούρ΄ (πότι στράβουμα, πότι καμιά τρύπα), τα παϊαίν’ν στουν μπακαρτζή να τα τιριάσ΄.
Του καζάν΄ κτίζιτι σταθιρά σην παρσχιά: δέ βγαίν΄ απτικεί, ούτι ταράζιτι. Του καπάκ΄ σιβαίν΄ ουπάν’ στου καζάν΄, σην κουρφή έχ΄ μιά τρύπα, ικεί πατάει του τόξου.
Του τόξου είνι μιά γυρστή σουλήνα: η μιά άκρα είνι στου καπάκ΄ κι η άλλην στ’ λάντζα.
Η λάντζα είνι μιά χουντρή σουλήνα ώς πινήντα πόντ΄ φάρδους κι ώς δυό μέτρα μπόι, μέσα έχ΄ ανάπουδα γυρσμένα πιάτα (μπακαρέινα, τρύπια), απ’ ουπάν’ σφαλνάει μι του τόξου κι απου κάτ’ έχ΄ μιά στινή σουλήνα (τουν «γουλά»), π’ τρέχ΄ η ρακή.
Ουόλου του σύστημα τς λάντζας είνι μέσα σι μιά ξυλέιν΄ καρούτα, δυό μέτρα μπόι κι κάνα μέτρου φάρδους, γιουμάτ΄ μι κρύου νιρό (άμα του νιρό ζισταίνιτι, ρίχν’ν κρύου κι του ζιστό ξιχειλίζ΄ απ’ ουπάν’).
Τα καζάνια είνι κατουστάρια: παίρν’ν ικατό ουκάδις τσίπουρα μι κρασί αντάμα (ή πουλλές φουρές μι νιρό).