14 Νοεμβρίου 2015

«Ποίοι οι γλωσσοκτόνοι», του Γιάννη Χάρη


Παρά τα όσα κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να διαθέτει κανείς με τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππου του κ.ο.κ., όσο πιό πίσω πάει, τόσο πιό διαφορετικός εντέλει είναι: το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA κλπ., μόνο θεωρητική ισχύ έχουν.

[Σε αυτή την ανάρτηση αναδημοσιεύεται ένα εξαιρετικό άρθρο του Γ. Χάρη στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 14.11.2015, οπου εκτός απο την επιμέλεια στην ορθογραφία και τη μορφοποίηση, έχουν ενσωματωθεί και κάποιες βελτιώσεις, που επισημαίνονται.]











«Παρά τα όσα κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να διαθέτει κανείς με τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππου του κ.ο.κ., όσο πιό πίσω πάει, τόσο πιό διαφορετικός εντέλει είναι: το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA κλπ., μόνο θεωρητική ισχύ έχουν».

Σ’ αυτό το απεγνωσμένα σχηματικό επιχείρημα κατέφυγα στην περασμένη επιφυλλίδα, σάν έμμεσο σχόλιο-απάντηση στην πεποίθηση πως η μία, ενιαία και συνεχής γλώσσα μπορεί τάχα να σημαίνει αυτομάτως ομοιότητα, με αντίστοιχη κιόλας χρηστική αξία: οπότε παίρνουμε ότι θέλουμε, απ’ όποια φάση της γλώσσας θέλουμε, και προπαντός το χρησιμοποιούμε όπου και όπως θέλουμε, αδιαφορώντας πρώτα για τους δικούς του νόμους, έπειτα για τους νόμους της σύγχρονης γλώσσας[1].

Είναι το ίδιο άτοπο (και άγονο έως φαιδρό), αλλα και καταστροφικό, με την επίκληση της οικογενειακής περιουσίας μας, προκειμένου να την «αξιοποιήσουμε», για να μείνω προς στιγμήν στο αρχικό μου παράδειγμα-παρομοίωση.

Κι όμως, δέν το περνάμε στη ζώνη το παλιό ρολόι του παππού με τη χρυσή καδένα, άν τάχα δουλεύει ακόμα: σε κάποιο συρτάρι ή βιτρίνα έχει τη θέση του, συναισθηματικά πολύτιμο, πρακτικά άχρηστο, έστω μή αξιοποιήσιμο.

Και δέν τη φοράμε τη φουστανέλα του προπάππου, τα τσαρούχια με την πλούσια φούντα ή το φλογάτο κόκκινο φέσι, κλπ. κλπ.

Και οπωσδήποτε δέν τα φοράμε σε συνδυασμό με το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας (τί λέω, εδώ δέ φοράμε κάν το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας μαζί με τις επίσης σημερινές παντόφλες μας ή τα πιό μοντέρνα κρόκς μας).

Όλα δικά μας, περιουσία μας, ιερά κειμήλια, ακριβά ενθύμια, αλλα στην αποθήκη, σ’ ένα σεντούκι, ή στην ωραία σκαλιστή ή ζωγραφιστή παλιά κασέλα, που κι αυτή σπάνια, σπανιότατα, βρίσκει τη θέση της πλάι στα άλλα μας έπιπλα.

Έτσι και η γλώσσα. Η γλώσσα όχι σά μεταφυσικό μέγεθος και αφηρημένη έννοια, αλλα σά γλωσσική πραγμάτωση και μαζί κοινωνική πράξη, οπου πιά οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας αυτό που μαρτυρεί η ίδια η ιστορία της γλώσσας, όλων των γλωσσών, και το καταγράφει έπειτα η επιστήμη: πως η γλώσσα, στη συγχρονία της, με όσες αλλαγές έχει ενσωματώσει, αποτελεί πλήρες σύστημα, σε απόλυτη αντιστοιχία με τις ανάγκες της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας, κοινώς των ομιλητών της.

Απο κεί και πέρα, τα όσα και οσοδήποτε ρευστά περί αισθητικής και οι όποιες ανάγκες του ενός για λέξεις αγγλικές ή άλλες ξένες, του άλλου για αρχαίες, έχουν να κάνουν με λόγους ουσιαστικά εξωγλωσσικούς, και πάντως με το τί (ιδιαίτερα) νοήματα θέλει να παραγάγει και τί (ιδιαίτερα) μηνύματα να στείλει ο χρήστης.

Απο αυτήν πιά τη σκοπιά πρέπει να δούμε τί σημαίνει η παραβίαση του εκάστοτε (γλωσσικού) συστήματος και των νόμων του.

Τί σημαίνει λόγου χάρη άν η γλώσσα, μέσα απο διεργασίες αιώνων και όχι έπειτα απο διατάγματα τα οποία εκδίδουν «σοφοί» γραμματικοί ή άσοφοι κυβερνήτες, έχει αποβάλει ή αντικαταστήσει ή προσαρμόσει πλήθος στοιχεία, λέξεις, απαρέμφατο, τελικό νί, δοτική πτώση, παλιά τριτόκλιτα, συνθετική σύνταξη και πλήθος άλλα, και εμείς επανερχόμαστε ή επιμένουμε σε απαρέμφατα, σε ουδέτερα με τελικό νί, σε παλιά τριτόκλιτα, ή ανασύρουμε λέξεις καταχωνιασμένες απο αιώνες σε κάποιο λεξικό;

Τί σημαίνει δηλαδή η άρνηση του συγκεκριμένου συστήματος, της συγκεκριμένης φάσης της γλώσσας, πολύ απλά: της γλώσσας, γιατι αυτή είναι παντού και πάντοτε η γλώσσα, η γλώσσα της επικοινωνίας, η γλώσσα στη συγχρονία της[2]

Τί σημαίνει η καλλίπυγος μαγωδία και η πάλαι υλήεσσα Αττική, αυτοί που δέν εισκομίζουν καινόν τί ή ο πολυπραγμονήσας, τα εν ακαρεί και το ισχνέγχυλον, ο τερψιψυχόνους και ο υψιγόνους, τα ρητορήματα λυσιτέλειας των δογμάτων τους ή κάποιος που τελεί εν νωδότητι, τα σπαργωδώς, τα πώποτε και τα εκοσμήθη δάφνης, η πειραθείσα συγχώνευση των τραπεζών και οι δρόμοι που δέν διεπλέοντο αυτοκινήτων; (Τα παραδείγματα όλα απο θεωρητικούς της αείζωης ενιαίας.)

Προσβολή της γλώσσας, θα πώ εγώ, βιασμός, ουσιαστικά γλωσσοκτονία.

Για άλλους μπορεί το -μεταγλωσσικό, ή παραγλωσσικό, θα έλεγα[3]- αποτέλεσμα να μοιάζει έργο τέχνης, αισθητικό επίτευγμα, ή ότι άλλο.

Όμως, ώς προς τη γλώσσα, απέναντι στη γλώσσα και για τη γλώσσα, εγώ θα επιμείνω: γλωσσοκτονία.

Γλωσσοκτονία, προσοχή, σάν απαξίωση και άρνηση της γλώσσας, κατά πρώτο και κυριότατο λόγο, κι όχι επειδή πολλά απο αυτά δέν αντέχουν σε γραμματικοσυντακτικό, νοηματικό ή απλώς λογικό έλεγχο, είναι δηλαδή, παρά την όποια τυχόν αυτόνομη αισθητική τους αξία, απλώς ακυρολεξίες και βαρβαρισμοί, κοινώς «λάθη».

Και σκέφτεσαι, εντέλει: Γιά φαντάσου! η γλώσσα του Σολωμού, του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη, η γλώσσα που χώρεσε τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, δέ μας χωράει τώρα πίσω-πίσω εμάς, τόσο μεγάλους, δυσθεώρητους και αχώρητους!







ΥΠΟΜΝΗΜΑ


[1] Στο αρχικό κείμενο διαβάζουμε «για τους νόμους της γλώσσας, στη συγκεκριμένη φάση της, εννοείται».

[2] Στο αρχικό κείμενο διαβάζουμε «παντού και πάντοτε η γλώσσα, η γλώσσα στη συγχρονία της κι όχι στη διαχρονία της.», όμως η χρήση του όρου διαχρονία εδώ δέν είναι σωστή: η διαχρονία μιάς γλώσσας αναφέρεται στη διαχρονική διάσταση της γλώσσας, δηλ. στις διαφορετικές της φάσεις, κάτι που προϋποθέτει διάκριση των φάσεων, ενώ η απόπειρα επιβολής στοιχείων απο διαφορετικές χρονικές περιόδους δέν είναι στοιχείο διαχρονίας, αλλα άρνησηςδιατάραξης και σε τελική ανάλυση άρσης της διαχρονίας.

[3] Στο αρχικό κείμενο διαβάζουμε «παραγλωσσικό, θα έλεγα, ή μεταγλωσσικό».