09 Νοεμβρίου 2015

«Κι όμως... οι τοίχοι μιλάνε», του Χρήστου Τσανασίδη [ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ]


Η Σιάτιστα έχει την τύχη να ανήκει στις πόλεις στις οποίες σώζονται ακόμα αρχοντικά με ζωγραφισμένους τοίχους, δημιουργήματα του 18ου και 19ου αιώνα.

Σε ένα τέτοιο αρχοντικό γεννήθηκε και μεγάλωσε ο συγγραφέας του βιβλίου «Κι' όμως ...οι τοίχοι μιλάνε» που το αρχικό του ερέθισμα για να ασχοληθεί με το χώρο που μεγάλωσε, αποτέλεσαν τα γυρίσματα ενός επεισοδίου της σειράς «Μακεδονικά παραμύθια» απο την ΕΤ3 το 1985.

Το ερέθισμα αυτό ενισχυμένο απο το ενδιαφέρον των επισκεπτών και την καθοδήγηση καθηγητών του όταν ήταν φοιτητής, τον ώθησαν να ασχοληθεί περισσότερο με το σπίτι που μεγάλωσε. Δέν αρκούσαν όμως τα βιώματά του και η φαντασία του, για να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που έστελναν οι τοίχοι του σπιτιού του: έπρεπε να σπουδάσει, να διαβάσει, να ταξιδέψει σε Ευρώπη και Ασία, να ζήσει και να εργαστεί σε άλλη χώρα, να μελετήσει τον πολιτισμό διαφόρων λαών και τον τρόπο ζωής διαφορετικών κοινωνιών: αγροτικών, προαστικών και καθαρά αστικών, και τελικά μετά απο περιπλάνηση 16 χρόνων να δώσει ένα έργο το οποίο, σύμφωνα με τον καθηγητή  της λαογραφίας Μιχαήλ Μερακλή, είναι άρτιο στους στοχασμούς του, συλλαμβάνει ουσιώδη ζητήματα σχετικά με την ελληνική ιστορία του λαϊκού κυρίως πολιτισμού απο τον 17ο αιώνα και εξής, με άκρα σαφήνεια και καθαρότητα λόγου.

Στο έργο αυτό με τίτλο «Κι' όμως ...οι τοίχοι μιλάνε» όπως προαναφέρθηκε, γίνεται μελέτη της διαχρονικότητας της ιδεολογικής κρίσης στην Ελλάδα και της μετάβασης απο την αγροτική κοινωνία στον καπιταλισμό, όπως φαίνεται και στον υπότιτλο του βιβλίου.

Καθώς επισκέφτηκα πολλά αρχοντικά της Σιάτιστας και διάβασα αρκετές εργασίες σχετικά με αυτά με την πρώτη ματιά στο έργο του Χρήστου κατάλαβα οτι πρόκειται για μιά μελέτη διαφορετική απο αυτές που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, στην  οποία ο διάκοσμος των αρχοντικών εξετάζεται περισσότερο απο την οπτική της ιστορίας και της κοινωνιολογίας και λιγότερο της τέχνης και αυτό είναι που κάνει τη μελέτη ξεχωριστή. Ωστόσο όμως δέν αδιαφορεί για την τέχνη, ούτε για τη μαγεία των χρωμάτων που μέσα απο τους ρυθμούς της «αστικοποιημένης» ή και «τείνουσας προς αστικοποίηση» ζωής έχουμε αγνοήσει τελείως την απόλαυση που αυτά προσφέρουν, όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του.

Την τέχνη και τη μαγεία των χρωμάτων της διακόσμησης του Αρχοντικού Κερατζή-Τσανασίδη μπορούμε να απολαύσουμε στις παρακάτω εικόνες τις οποίες ο συγγραφέας φρόντισε να συμπεριλάβει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου του.



[Απο το κείμενο της παρουσίασης της Καλλιόπης Μπόντα]











Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Μιά επίσκεψη στα παραδοσιακά αρχοντόσπιτα, με σκοπό τη γνωριμία μας με την εποχή δημιουργίας τους, μέσα απο την προσεκτική παρατήρηση της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησής τους, μας προσφέρει άπειρες εκπλήξεις για την «άγνωστη χώρα», την Ελλάδα, αλλα και τις άγνωστες ίσως, πτυχές της ιστορίας της. Η επίσκεψη όμως αυτή στα αρχοντόσπιτα μας προκαλεί παράλληλα και θλίψη απο τη διαπίστωση οτι η Ελλάδα δέν είναι μόνο άγνωστη, αλλα τείνει να γίνει και αγνώριστη με τον ρυθμό της καταστροφής πολλών στοιχείων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία της και ιδιαίτερα της λαϊκής ζωγραφικής, που είναι απο τα είδη τα λιγότερο ανθεκτικά στον χρόνο.
Πολύ γρήγορα γίνεται αντιληπτή, μέσα απο την παρατήρηση της αρχιτεκτονικής και της διακόσμησης του οικήματος, η επιρροή των ξενικών ευρωπαϊκών στοιχείων στα ήδη διαμορφωμένα στοιχεία τεχνοτροπίας και κοσμοαντίληψης που επέφερε η ανατολίτικη πολιτικοϊδεολογική επιβολή με το πέρασμα των χρόνων, μετά την Άλωση, στον ελλαδικό χώρο.
Η μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων προς τη Μεσόγειο, οι βαθιές αλλαγές στην οικονομική και πολιτιστική δομή του ελληνικού χώρου, η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής, η επίδραση των δραστήριων ελληνικών παροικιών, σπάζουν την απομόνωση.
Απο την άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά, κυρίως όμως απο τα μέσα του 16ου αιώνα, παρατηρείται αδιάκοπη σειρά επιδράσεων, βαθμιαία και κατα κύματα, των διαδοχικών τάσεων και συρμών των δυτικοευρωπαϊκών τεχνών που εισχωρούν στις τουρκομουσουλμανικές διακοσμητικές τέχνες. Έτσι, διακοσμητικά μοτίβα άγνωστα απο την παλαιότερη τουρκική παράδοση, που προέρχονται απο την ιταλική αναγέννηση εκφράζοντας άμεση σχέση και αγάπη προς την παρατήρηση της φύσης και με τάσεις ρεαλιστικής έκφρασης, υιοθετούνται απο τις τουρκικές διακοσμητικές τέχνες και εντάσσονται στα μέχρι τότε άγνωστα συστήματα, εμπλουτίζοντάς τα.
Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι συχνά άνισο, η αφομοίωση και η ένταξη των καινούργιων στοιχείων περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένη. Αυτές οι επαφές και οι αλληλεπιδράσεις δέν περιορίζονται στην εποχή της Αναγέννησης. Μετά απο τα μέσα του 16ου αιώνα, όλα τα διαδοχικά ρεύματα των δυτικοευρωπαϊκών τεχνών, Αναγέννηση, Μανιερισμός, Μπαρόκ, όλες οι διακοσμητικές μόδες αφήνουν τη σφραγίδα τους -συχνά αυτούσια και τα μοτίβα και τα συστήματά τους- μέσα στις τουρκικές διακοσμητικές τέχνες. Οι καινούργιες μόδες για τη διακόσμηση κυρίως του εσωτερικού χώρου, κινητών αντικειμένων, επίπλων, υφασμάτων, έρχονται πιά στην Τουρκία απο τη Δυτική Ευρώπη, πρώτα απο την Ιταλία, μετά απο τη Γαλλία.
Αυτές, βέβαια, οι επιδράσεις εκδηλώνονται περισσότερο στις τέχνες εκείνες που ευνοούνται απο τα ανώτερα πολιτικοοικονομικά στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας για τη διακόσμηση κοσμικών κτηρίων, παλατιών και κατοικιών της μουσουλμανικής αριστοκρατίας, ενώ σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο αυτές οι επιδράσεις λειτουργούν σάν ζωντανή παρουσία και μέσα στον κορμό της τέχνης της βυζαντινής παράδοσης για τον διάκοσμο που προορίζεται για τις ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η ιδεολογία της εποχής επικεντρώνεται στη μορφοκρατική επιστροφή στην αρχαιότητα και τον εκσυγχρονισμό κατα τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην τέχνη ο νεοκλασικισμός, που θα μελετήσουμε διεξοδικά, προσφέρει και τα δύο.
Αναλύοντας τον διάκοσμο και την αρχιτεκτονική του παραδοσιακού εν λόγω οικήματος, είναι μεγάλη η έκπληξη που μας προκαλεί: εντοπίζουμε απο τη μία πλευρά, μέσα απο τις απεικονίσεις (όσο κι άν αυτό μπορεί να φανεί περίεργο ή πολύ ρομαντικό σε κάποιους), οτι μέσα απο τους σύγχρονους ρυθμούς της «αστικοποιημένης» ή και «τείνουσας προς αστικοποίηση» ζωής έχουμε αγνοήσει τελείως την τέχνη των χρωμάτων και την απόλαυση που αυτά προσφέρουν. Οι πολλές «δουλειές» και υποχρεώσεις δέν αφήνουν στον σύγχρονο άνθρωπο τον χρόνο αλλα και τη διάθεση ενασχόλησης με τη μαγεία των χρωμάτων. Κάτι τέτοιο θεωρείται πολυτέλεια και γι’ αυτό την παραγκωνίζουμε για να αναλωθούμε σε πιό «ωφέλιμες» και «αστικού τύπου» ασχολίες.
Απο την άλλη πλευρά, η προκαλούμενη απο την παρατήρηση και ανάλυση του παρόντος παραδοσιακού οικήματος έκπληξη συνίσταται στη συνειδητοποίηση της απολυτότητας (και συνεπώς του αυταρχισμού) με την οποία αντιμετωπίζουμε καθημερινά τα κοινωνικά φαινόμενα. Οι διάκοσμοι των αρχοντόσπιτων έρχονται να μας διδάξουν την ύπαρξη πολλών απόψεων για κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Με τη διασταύρωση αυτών των απόψεων προωθείται η σωστή κατανόησή τους.
  Μέσα απο τη διακοσμητική ζωγραφική του συγκεκριμένου αρχοντόσπιτου δίνεται η ευκαιρία στον μελετητή να κατανοήσει το παρόν του μέσα απο το παρελθόν και να δώσει απάντηση σε ερωτήματα όπως: Πού οφείλεται η ύπαρξη αυταρχικών δομών, κατάστασης ανομίας, ανασφάλειας και εσωτερικού κενού και πού οφείλεται η έλλειψη πολιτικής προοπτικής, ιδεολογικής σταθερότητας και επικοινωνίας; Πού οφείλεται ο υδροκεφαλισμός και η «λατρεία» του δημόσιου τομέα στη Ελλάδα;
    Πολύ περήφανα, λοιπόν, με τη συνδρομή της ιστορίας της τέχνης, της κοινωνιολογίας, της ιστορίας αλλα και της ψυχολογίας και της λαογραφίας, θα λέγαμε οτι η διακοσμητική ζωγραφική των παραδοσιακών αρχοντόσπιτων αποτελεί προσφορά στην εθνική μας αυτογνωσία.












ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Στην προσπάθειά του ο θεατής να αναγνωρίσει τα πρόσωπα-μέλη της ορχήστρας στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας, θα μπορούσε να προσανατολιστεί, για τη φιγούρα αριστερά του Καντεμίρ, στην αναγνώριση του Πολωνού μουσικού που παίζει βιολί, ενδεικτικό της δυτικής παιδείας και μουσικής που εισάγει στο παλάτι. Και θα μπορούσε να είναι αυτός ο Πολωνός μουσικός, μόνο με την προϋπόθεση οτι ο λαϊκός καλλιτέχνης θέλει πάλι να καινοτομήσει και απεικονίζει τους μουσικούς να παίζουν κοσμική μουσική για την αριστοκρατία της Πόλης μαζί στην ορχήστρα, ενώ χρονολογικά οι περίοδοι της ζωής τους δέ συμπίπτουν.

Όμως με την προσεκτική θέαση του ζωγραφικού έργου, γίνεται αμέσως κατανοητή η προσπάθεια του λαϊκού ζωγράφου να διευκολύνει τον θεατή στην αναγνώριση των προσώπων που απαρτίζουν την ορχήστρα μέσα απο τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες που τους αποδίδει εικαστικά, γιατι αυτές οι λεπτομέρειες τούς χαρακτηρίζουν και βοηθούν στην αναγνώρισή τους. Η δυτικοφορεμένη φιγούρα αριστερά του Καντεμίρ έχει ένα μάτι, υπερβολικά μεγάλο για να ξεχωρίζει στο πρόσωπο του μουσικού που παίζει βιολί...

[σελ. 166]