09 Νοεμβρίου 2015

«Ποιός φαντώνει; Πώς κουμπίζεται; Τί φτίζει;», του Νίκου Σαραντάκου

Σε αυτή την ανάρτηση αναδημοσιεύεται ένα άρθρο του Νίκου Σαραντάκου για το πρόθημα ξε-.




Πρίν απο πολλά χρόνια, θυμάμαι, η κόρη μου ήρθε μιά μέρα, δέ θα ήτανε τριών χρονών, και μου είπε: Μου ξεδένεις το παπούτσι;

Δέ θυμάμαι άν ήξερε το λύνω, κι άν το χρησιμοποιούσε ήδη στην ομιλία της, θα είχε όμως ακούσει να λέμε Δέσε τα κορδόνια της. οπότε δέ δυσκολεύτηκε να σχηματίσει το αντίθετο ρήμα (δένω> ξεδένω).

Θυμάμαι πως το ίδιο παιδικό ρήμα το είχε χρησιμοποιήσει και η μικρότερη αδερφή μου, σε εντελώς ανάλογη περίσταση και φαντάζομαι πως το ίδιο θα το έχουν πεί και χιλιάδες άλλα παιδιά.

Χαρακτήρισα «παιδικό ρήμα» το ξεδένω, επειδή στη γλώσσα των ενηλίκων ξέρουμε οτι το δένω έχει αντίθετο το λύνω και αυτό χρησιμοποιούμε. Στο Βικιλεξικό και τη Live-Pedia βρίσκω λήμμα «ξεδένω», οπότε δέ θέλω να καταδικάσω στην ανυπαρξία τη λέξη, αλλα πάντως δέ θα θεωρήσω έλλειψη των άλλων λεξικών (π.χ. ΛΚΝ και Μπαμπινιώτη) το οτι δέν έχουν σχετικό λήμμα.

Η κόρη μου έφτιαξε το ρήμα ξεδένω χρησιμοποιώντας το πολύτιμο επίθημα ξε-, ένα απο τα πιό παραγωγικά της ελληνικής γλώσσας: όταν σε ένα ρήμα προσθέσουμε το ξε-, το καινούργιο ρήμα που προκύπτει δηλώνει την αντίθετη ενέργεια απο αυτήν που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: κουρδίζω-ξεκουρδίζω, κλειδώνω-ξεκλειδώνω.

Όμως το ξε- είναι πολυεργαλείο, ελβετικός σουγιάς της γλώσσας: δέν κάνει μόνο μία δουλειά· σε μιά ελαφρώς διαφορετική χρήση, μπορεί επίσης να δηλώσει το τέλος της κατάστασης που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: μεθάω-ξεμεθάω.

Ακόμα, σε συνδυασμό με λέξεις που δηλώνουν χρονική διάρκεια, φτιάχνει ρήματα που δηλώνουν οτι διανύουμε ώς το τέλος αυτό το χρονικό διάστημα. Όποιος ξεχειμωνιάζει κάπου, περνάει εκεί τον χειμώνα του, ενώ, όταν ξενυχτάμε σε ένα κέντρο διασκέδασης, περνάμε εκεί τη νύχτα και γυρίζουμε στο σπίτι μας αφού φέξει.

Επίσης, σε μιά χρήση περίπου αντίθετη με την πρώτη, το επίθημα ξε- έχει σημασία επιτατική ή εμφατική: το ξεκουφαίνω δέν είναι βεβαίως αντίθετο του κουφαίνω, αλλα δηλώνει έμφαση, την έννοια του ''εντελώς''. Το ίδιο και ρήματα όπως ξετρελαίνω ή ξεγυμνώνω.

Μιά άλλη χρήση δίνει την έννοια ''προς τα έξω'', με ρήματα όπως ξεπορτίζωξεχειλίζω, ενώ υπάρχει, άν και σπάνια, και η υποκοριστική χρήση του ξε-, όταν προσδίδει στην πρωτότυπη λέξη τη σημασία ''λίγο-λίγο'', ''σιγά-σιγά'', σε ρήματα όπως το ξεγλιστράω ή το ξεμακραίνω.

Τέλος, το πολυεργαλείο ξε- το χρησιμοποιούμε σε εφήμερους λεκτικούς σχηματισμούς, για να εκφράσουμε έντονη αντίρρηση (ή απόρριψη, ή αδιαφορία) γι’ αυτά που λέει ο συνομιλητής μας: Δέν έχει μά και ξεμά! ή Κουρασμένος-ξεκουρασμένος, σήκω και ετοιμάσου: θα χάσουμε το πλοίο!

Ετυμολογικά, το ξε- προέρχεται απο την αρχαια πρόθεση εκ- και σε πολλές περιπτώσεις τα ρήματα απο ξε- έχουν το αντίστοιχό τους στη λόγια ή την αρχαία γλώσσα, οπου βέβαια έχει άλλη σημασία ή που χρησιμοποιείται σε άλλο επίπεδο ύφους: π.χ. ξεπέφτωεκπίπτω.

Όταν εφαρμόζεται σε λέξη που αρχίζει απο φωνήεν, το ξε- χάνει το φωνήεν του και παίρνει τη μορφή ξ-: π.χ. ξαλαφρώνω.

Το ξε- φτιάχνει ρήματα χωρίς να υπάρχουν πάντοτε τα αντίστοιχα πρωτότυπα ρήματα: ξενυχτάμε, αλλα δέ *νυχτάμε· ξεκαρδιζόμαστεαλλα δέν *καρδιζόμαστε. Ωστόσο, υπάρχει αντίστοιχο ουσιαστικό: όταν ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια, γελάμε με την καρδιά μας σε υπερθετικό βαθμό.

Απο την άλλη, υπάρχουν μερικά ρήματα που αρχίζουν απο ξε-, χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχο ρήμα ή αντίστοιχη πρωτότυπη λέξη: το τάδε ύφασμα ξεφτίζει, αλλα κανείς δέ *φτίζει. Λέμε σε κάποιον να ξεκουμπιστεί, δηλαδή να φύγει, αλλα όταν έρχεται δέ λέμε οτι *κουμπίζεται. Και ενώ μας αρέσει να ξεφαντώνουμε, δέν ξέρουμε άν είναι ωραίο να *φαντώνει κανείς.

Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα· μιά υποψήφια τέτοια λέξη είναι το ξεφτιλίζω, αλλα αυτή ετυμολογείται, κατα Μπαμπινιώτην, απο το εξευτελίζω (γι’ αυτό και την ξεφτιλίζει γράφοντάς την <ξευτιλίζω>), ενώ κατα ΛΚΝ απο το ξεφιτιλίζω (βγάζω το φιτίλι).

Κάποιες φορές, η πρωτότυπη λέξη υπάρχει, αλλα δέ χρησιμοποιείται πιά πολύ. Λέμε ξεχαρβαλωμένος, αλλα το χάρβαλο το έχουμε σχεδόν ξεχάσει -όμως υπάρχει και σημαίνει ''ερείπιο''.

Στα αγγλικά, τέτοιες λέξεις λέγονται «unpaired words», αζευγάρωτες: υπάρχει innocent, αλλα όχι *nocent· υπάρχει inept, αλλα όχι *ept, uncouth, αλλα όχι *couth. Μέσα στο μυαλό μου είχα έναν στίχο: I promised I would be ept, couth and …. (ένα τρίτο, ίσως kempt) που μάλιστα νόμιζα οτι είναι του e.e.cummings, αλλα προφανώς όλα αυτά τα είχα φανταστεί.

Γίνονται πάντως ωραία λογοπαίγνια με τέτοιες αζευγάρωτες λέξεις, όπως το διάσημο του Wodehouse: I could see that, if not actually disgruntled, he was far from being gruntled(η πρώτη λέξη υπάρχει, και σημαίνει ''δυσαρεστημένος''· η δεύτερη δέν υπάρχει: είναι όπως το *φαντώνω). Κάποιος κάθισε κι έφτιαξε και ολόκληρο ποίημα με τα χαμένα ταίρια των αζευγάρωτων λέξεων.

Η ετυμολογία βρίσκει τις λέξεις που κρύβονται, τα χαμένα ταίρια των τριών αζευγάρωτων λέξεων του τίτλου μας:
  • Το ξεφτίζω ανάγεται στο αρχαίο εκπτύω (προφανώς απο τον αόριστο εξέπτυσα, που θα έγινε ξέφτισα). Η ετυμολογία της λέξης οδηγεί τον Μπαμπινιώτη να γράφει <ξεφτύζω>, ανατρέποντας χωρίς σοβαρό λόγο την καθιερωμένη ορθογραφία.
  • Το ξεκουμπίζομαι παράγεται από το αρχαίο εκκομίζω (μεταφέρω προς τα έξω, δηλαδή) -εδώ πρέπει να επηρεάστηκε από το ακουμπίζω (> ακουμπώ).
  • Το ξεφαντώνω, τέλος, παράγεται απο το αρχαίο έκφαντος (''φανερωμένος''), μέσω ενός ρήματος *εκφαντώ, που έδωσε το μεσαιωνικό εξεφαντώνω. Δηλαδή στην αρχή θα είχε τη σημασία ''διασκεδάζω στα φανερά'' και μετά έμεινε η έννοια της διασκέδασης.
  • Υπάρχει τέλος και το ξεχνάω, που δέ ζευγαρώνεται με το ανύπαρκτο *χνάω, αλλα με το χάνω -αλλα αυτά τα έχουμε πεί σε παλιότερο άρθρο.


Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει την αρχική ανάρτηση ΕΔΩ.