03 Ιουλίου 2016

«Ου θέρους», του Λάζου Κουζιάκη


Βαρύς ου χειμώνας στουν τόπου μας κι μακρύς: κρύου πουλύ κι χιόν΄, φτώχια κι προυκουπή ντίπ! Όλα λειψά κι δύσκουλα κι’ ου κόσμους μαζουμένους μέσα: καρτιρούσαν πότι τα γιλάσ΄ ου Μάρτς, ν’ απλώσ΄ του κουρμί-τ’ ου πάσα ένας, ν’ ανοίξν οι δλιές, να φάει ψίχα ζιστό ψουμί.

Χαραή-χαραή, έβγιναν οι άντρ΄ στου προυσήλιου κι συζητούσαν ότ΄ γένουνταν κι δέ γένουνταν. Ανάφιρναν του ένα, ήλιγαν τ’ άλλου κι στουν πάτου σταματούσαν όλ΄ στουν καλό τουν λόγου: Πότι ταρθεί ου κιρός να κινήσουμι για τουν κάμπου τς Λάρσας, να πάμι στουν θέρου;


Μαζώνουνταν παρέις-παρέις, γένουνταν μπλιούκια, παζάριβαν, συμφουνούσαν, τ΄μάζουνταν. Ανακάτουναν στα νταβάνια απ’ τα σπίτια κι κατέβαζαν τα διρπάνια, τς παλαμαρές, τα λαδάκουνα, τουν κλιτσινίκου. Τα μάζουναν όλα στουν τρουβά κι καρτιρούσαν μι μιράκ΄ πότι τα φέξ΄ η καλή η μέρα, να κινήσν.









Του διρπάν΄






Η παλαμαρά








Μπορείτε να κατεβάσετε το παραπάνω κείμενο, μαζί με τα υπόλοιπα κείμενα του Κουζιάκη πατώντας ΚΛΙΚ ΕΔΩ.