26 Μαΐου 2015

«Ου απόιρας», του Δημήτρη Βούρκα

Ήταν Μάης (πρώτις μέρις), του ‘51. Ήθιλάμι καμιάν ώρα ακόμα για να σκουλάσουμι (έκτ΄ απ’ του δημουτικό, στου Πρώτου). Ου χαβάς απ’ τ’ χαραή ήταν μπουτζουμένους (του σύννιφου τ’ Γκαντιά γιουμάτου): τ’ βρουχή δέν τα τ’ γλίτουνάμι, αλλά δέν καρτιρούσαμι να γέν΄ κι κατακλυσμός!

Σν αρχή χιρνάει να ρίχν΄ μιά σιαρσιάρου, σιγά-σιγά πλακών’ν κάτ΄ μαύρα σύννιφα, πόφκιασαν τηλ΄μέρα νύχτα κι νά κι οι αστραπές να σκίζν τουν ουρανό κι να φκιάν’ν τ’ νύχτα μέρα κι απ’ τς ουπίσ’ οι μπουμπουν’τσταρές να ταράζν του σκουλειό.

Η βρουχή έπιφτιν μι του τουλούμ΄ κι ιμείς σ΄μαζουμέν΄ σν άκρα, να μή μπουρούμι να πούμι ούδι λόγουν.
























Μπορείτε να κατεβάσετε το παραπάνω κείμενο, μαζί με τα υπόλοιπα κείμενα του Δ. Βούρκα πατώντας ΚΛΙΚ ΕΔΩ.