Ήταν Μάης (πρώτις μέρις), του
‘51. Ήθιλάμι καμιάν ώρα ακόμα για να σκουλάσουμι (έκτ΄ απ’ του δημουτικό, στου
Πρώτου). Ου χαβάς απ’ τ’ χαραή ήταν μπουτζουμένους (του σύννιφου τ’ Γκαντιά γιουμάτου): τ’ βρουχή δέν τα τ’ γλίτουνάμι, αλλά δέν
καρτιρούσαμι να γέν΄ κι κατακλυσμός!
Σν αρχή χιρνάει να ρίχν΄ μιά
σιαρσιάρου, σιγά-σιγά πλακών’ν κάτ΄ μαύρα σύννιφα, πόφκιασαν τηλ΄μέρα νύχτα κι
νά κι οι αστραπές να σκίζν τουν ουρανό κι να φκιάν’ν τ’ νύχτα μέρα κι απ’ τς
ουπίσ’ οι μπουμπουν’τσταρές να ταράζν του σκουλειό.
Μπορείτε να κατεβάσετε το παραπάνω κείμενο, μαζί με τα υπόλοιπα κείμενα του Δ. Βούρκα πατώντας ΚΛΙΚ ΕΔΩ.